- προσμαρτυρώ
- προσμαρτυρῶ, -έω, ΝΜΑ1. καταθέτω πρόσθετη μαρτυρία2. βεβαιώνω κάτι με πρόσθετη μαρτυρία3. επιβεβαιώνω, επικυρώνω κάτι επίσημαμσν.εκκλ. (ιδίως σχετικά με την αναγνώριση τής θείας ιδιότητας τού Ιησού από τον Πατέρα) επιβεβαιώνω επίσημα την ύπαρξη ή την ιδιότητα κάποιουαρχ.1. καταγγέλλω με μαρτυρία2. αφιερώνω σε κάποιον κάτι («πάντα τῷ θεῷ προσμαρτυρεῑν», Ιώσ.)3. αστρολ. φαίνομαι και εγώ επίσης.
Dictionary of Greek. 2013.